- ἀνταγωνιζομένους
- ἀνταγωνίζομαιstruggle againstpres part mp masc acc plἀνταγωνίζομαιstruggle againstpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πράσιος — ο / πράσιος, ον, ΝΑ [πράσον] νεοελλ. πράσινη ποικιλία τού χαλαζία, το χρώμα τής οποίας οφείλεται στην παρουσία τού πυριτικού ορυκτού ακτινόλιθος, αλλ. πρασόλιθος αρχ. 1. πράσινος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πράσιος α) εμετός β) είδος πολύτιμου λίθου, η… … Dictionary of Greek
Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… … Dictionary of Greek